κραυγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κραυγή | οι | κραυγές |
γενική | της | κραυγής | των | κραυγών |
αιτιατική | την | κραυγή | τις | κραυγές |
κλητική | κραυγή | κραυγές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κραυγή < αρχαία ελληνική κραυγή[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kɾaˈvʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κραυ‐γή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κραυγή θηλυκό
- πολύ δυνατή άναρθρη φωνή, συχνά λόγω έντονων συναισθημάτων
- κραυγή τρόμου - κραυγή πόνου
- φωνή ορισμένων ζώων
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κραυγή
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κραυγή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)