αμήν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμήν < (ελληνιστική κοινή) ἀμήν < αρχαία εβραϊκά אמן
Προφορά
[επεξεργασία]
Επιφώνημα
[επεξεργασία]αμήν
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- χαρακτηριστική είναι η φράση που χρησιμοποιούσε ο Ιησούς Χριστός στην αρχή ή στο τέλος των λόγων του: ἀμὴν λέγω ὑμῖν (= αληθώς σας λέγω)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αμήν
|