teal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

teal (en)

  1. (πτηνό) κιρκίρι
  2. (χρώμα) πρασινομπλέ, μπλε πράσινο, κιρκιρί
    teal (χρώμα):   

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • teal στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια