tuile
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
tuile | tuiles |
tuile (fr) θηλυκό
- το κεραμίδι, η κεραμίδα
- καθεμιά από τις μεταλλικές πλάκες μιας ερπύστριας
- πτι-φουρ με μορφή κεραμιδιού
- (μεταφορικά) (οικείο) κακοτυχία, αναποδιά
- ≈ συνώνυμα: catastrophe, malchance, (οικείο) guigne