suicide

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

suicide (en)

  1. η αυτοκτονία
  2. ο/η αυτόχειρας

Εκφράσεις

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
suicide suicides

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
suicide < λατινική sui (προς τον ίδιο) + -cide

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

suicide (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]