ramollir

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʁa.mɔ.liʁ/

ramollir (fr) (μεταβατικό)

  1. μαλακώνω
    les pluies ramollissent la terre - οι βροχές μαλακώνουν τη γη
     συνώνυμα: amollir
  2. être ramolli - τις έχω χάσει
    il est complètement ramolli

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Παθητική μετοχή

[επεξεργασία]

ramolli

  • Χρησιμοποιείται συνήθως στην έκφραση un ramolli: ένα πρόσωπο που πάσχει από έκπτωση των νοητικών του λειτουργιών (βλέπε ελληνική ραμολί)