fable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fable fables

fable (fr) θηλυκό

  • ο μύθος
    αλληγορικό διήγημα, ηθοδιδακτικό διήγημα
    les fables d'Ésope - οι μύθοι του Αισώπου


Συγγενικά

[επεξεργασία]