crest
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- crest < μέση αγγλική creste < παλαιά γαλλικά creste < λατινικά crista
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]crest (en)