Temporary Disabled. :) please Go back carry out - Βικιλεξικό www.fgks.org » Address: [go: up one dir, main page] Include Form Remove Scripts Accept Cookies Show Images Show Referer Rotate13 Base64 Strip Meta Strip Title Session Cookies carry out Από Βικιλεξικό Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση Πίνακας περιεχομένων 1 Αγγλικά (en) 1.1 Ετυμολογία 1.2 Ρήμα 1.3 Πηγές Αγγλικά (en)[επεξεργασία] ενεστώτας carry out γ΄ ενικό ενεστώτα carries out αόριστος carried out παθητική μετοχή carried out ενεργητική μετοχή carrying out Ετυμολογία [επεξεργασία] carry out < → δείτε τις λέξεις carry και out Ρήμα[επεξεργασία] carry out (en) διεξάγω, εκτελώ, γίνομαι, αντεπεξέρχομαι, κάνω και ολοκληρώνω μια εργασία ↪ The police chiefs decided to carry out an undercover investigation. Οι επικεφαλής της Αστυνομίας αποφάσισαν να διεξαγάγουν μυστική έρευνα. ↪ The drainage of rainwater is carried out with underground drains. Η αποχέτευση των νερών της βροχής γίνεται με υπόγειους αγωγούς. ↪ I carried out my duties satisfactorily. Ανταπεξήλθα στα καθήκοντά μου, ικανοποιητικά. ≈ συνώνυμα: conduct Πηγές[επεξεργασία] carry out - Oxford Learner's Dictionaries Κατηγορίες: Ρήματα που κλίνονται όπως το 'marry' (αγγλικά)Αγγλική γλώσσαΡήματα (αγγλικά)Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)Phrasal verbs με το out (αγγλικά)Phrasal verbs (αγγλικά) Μενού πλοήγησης Προσωπικά εργαλεία Δίχως ΣύνδεσηΣελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IPΣυνεισφορέςΔημιουργία λογαριασμούΣύνδεση Ονοματοχώροι ΣελίδαΣυζήτηση Ελληνικά Προβολές ΑνάγνωσηΕπεξεργασίαΠροβολή ιστορικού Περισσότερα Αναζήτηση Πλοήγηση Κύρια ΣελίδαΠρόσφατες αλλαγέςΚατηγορίεςΔημιουργήστε!Ζητήστε!Βικιδημία - TalkΣελίδες συζήτησηςΝέες σελίδεςΤυχαία σελίδαΒοήθειαΠρότυπαΔωρεές Εργαλειοθήκη Συνδέσεις προς εδώΣχετικές αλλαγέςΕπιφόρτωση αρχείουΕιδικές σελίδεςΣταθερός σύνδεσμοςΠληροφορίες σελίδαςΠαραπομπή αυτής της σελίδαςΛάβετε συντομευμένη διεύθυνση URLΛήψη κωδικού QR Εκτύπωση/εξαγωγή Δημιουργία βιβλίουΚατέβασμα ως PDFΕκτυπώσιμη έκδοση Άλλες γλώσσες CatalàČeštinaDanskDeutschEnglishEestiSuomiFrançaisMagyarItaliano日本語ភាសាខ្មែរಕನ್ನಡKurdîLietuviųMalagasyമലയാളംNederlandsPolskiၽႃႇသႃႇတႆး Simple Englishதமிழ்اردوTiếng Việt中文閩南語 / Bân-lâm-gú
carry out (en)