bon-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- bon- < γαλλική bon
Ρίζα
[επεξεργασία]bon- (eo)
- ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: καλός
bon- (eo)