bursa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]bursa < αρχαία ελληνική βύρσα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bursa (la) θηλυκό
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]bursa < γερμανική Börse < λατινική bursa
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bursa (pl) θηλυκό
- το οικοτροφείο