ad

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: AD

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
  1. ad < advert, περικοπή του advertisement
  2. ad < περικοπή του advantage
  3. ad < (άμεσο δάνειο) λατινική ad

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ad (en) (πληθυντικός ads)

  • διαφήμιση
    ※  All advertising must be prepaid quarterly before the ad is run on the screen[1]
    «Όλες οι διαφημίσεις πρέπει να προπληρώνονται κατά 25% πριν από την προβολή της διαφήμισης στην οθόνη»
    → δείτε τη λέξη adware

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ad (en)

Πρόθεση

[επεξεργασία]

ad (en)

  • σε (κυρίως σε στερεότυπες λατινικές φράσεις)

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. (αγγλικά) On Screen Advertising Rates and Policies. Προσπέλαση 2020-05-12.



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ad (az)

  1. το όνομα
  2. το ουσιαστικό

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

ad (la)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ad (sr)

  • λατινική γραφή του ад



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ad (sh)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ad (tr)

  1. το όνομα
    adın ne? - ποιο είναι το όνομά σου;
    adım ... - το όνομά μου είναι ...
  2. το ουσιαστικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]