mi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mi (sq)



Πρόθεση

[επεξεργασία]

mi


mii



Αντωνυμία

[επεξεργασία]

mi (vec)



ενικός πληθυντικός
mi mi

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mi (fr) αρσενικό άκλιτο

  1. (μουσική) το μι, ο φθόγγος
  2. (μουσική) το μι, το φθογγόσημο

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
mi < αγγλική me, γαλλική moi

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mi/
 

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

mi (eo)

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Αντωνυμία

[επεξεργασία]

mi (es)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
κτητικές αντωνυμίες στα ισπανικά
κατεχόμενο
πριν μετά ή μόνο του
ενικός πληθυντικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό θηλυκό αρσενικό θηλυκό αρσενικό θηλυκό αρσενικό θηλυκό
κάτοχος ενικός 1ο πρόσωπο mi mis mío mía míos mías
2ο πρόσωπο tu tus tuyo tuya tuyos tuyas
3ο πρόσωπο su* sus* suyo* suya* suyos* suyas*
πληθυντικός 1ο πρόσωπο nuestro nuestra nuestros nuestras nuestro nuestra nuestros nuestras
2ο πρόσωπο vuestro vuestra vuestros vuestras vuestro vuestra vuestros vuestras
3ο πρόσωπο su* sus* suyo* suya* suyos* suyas*

* Χρησιμοποιείται επίσης στον ενικό και στον πληθυντικό ευγενείας.



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mi (it)

  1. το γράμμα μι του ελληνικού αλφαβήτου
  2. (μουσική) η νότα μι



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mi (pl) ουδέτερο

  1. το γράμμα του ελληνικού αλφάβητου: μι
     συνώνυμα: my
  2. (μουσική) η νότα μι

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

[επεξεργασία]

mi (pl)