se ramollir
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- se ramollir < ramollir
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sə⋅ʁa.mɔ.liʁ/
Ρήμα
επεξεργασία
se ramollir (fr)
- (οικείο) χάνω βαθμιαία τις διανοητικές μου δυνάμεις