καρτσόνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καρτσόνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική calzone (κάλτσα)[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καρτσόνι ουδέτερο
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μιχάλης Κασσωτάκης, ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΟΥ ΟΡΟΠΕΔΙΟΥ ΛΑΣΙΘΙΟΥ, Αθήνα 2021 (αρχική έκδοση 2018), ISBN 978-960-612-192-0, σελ. 362.